- ἀγηνόρειος
- ἀγηνόρειος, [dialect] Dor. [full] ἀγᾱνόρειος, α, ον,A = ἀγήνωρ, A.Pers.1026.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγηνόρειος — ἀγηνόρειος α, ον (Α) ο αγήνωρ* … Dictionary of Greek
αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… … Dictionary of Greek